φιλοτράπεζος

φιλοτράπεζος
φιλοτράπεζος
fond of the table
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλοτράπεζος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα γεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ὁμο τράπεζος] …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”